σημασία — σημασίᾱ , σημασία the giving a signal fem nom/voc/acc dual σημασίᾱ , σημασία the giving a signal fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίᾳ — σημασίᾱͅ , σημασία the giving a signal fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασία — η, ΝΜΑ αυτό που σημαίνει μια λέξη, φράση, πράξη ή ενέργεια, το νόημά της, το περιεχόμενό της (α. «η σημασία τής λέξης σημάντωρ» β. «δεν κατάλαβα τη σημασία τής τελευταίας του φράσης» γ. «αἱ πράξεις ἤθους σημασία ἐστίν», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
σημασίας — σημασίᾱς , σημασία the giving a signal fem acc pl σημασίᾱς , σημασία the giving a signal fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίαι — σημασίᾱͅ , σημασία the giving a signal fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίαν — σημασίᾱν , σημασία the giving a signal fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασιῶν — σημασία the giving a signal fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίαις — σημασία the giving a signal fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίην — σημασία the giving a signal fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σημασίης — σημασία the giving a signal fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)